Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Γιά τό «Κρυφό Σχολειό» Ἤγουν, περί παιδείας ἐμπεριστάτου σχόλιον στηλιτευτικόν.

 
ΓΙΑ ΤΟ «ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»
Ἤγουν, περί παιδείας ἐμπεριστάτου
σχόλιον στηλιτευτικόν.
Μπερκουτάκης Μιχαήλ
Θεολόγος – Ἐκπαιδευτικός
ἱ­στο­ρί­α, ὡς γνω­στόν, εἶ­ναι ἡ με­λέ­τη καί ἡ γνώ­ση τοῦ πα­ρελ­θόν­τος. Ἡ γνώ­ση, ὅ­μως, αὐ­τή ἀ­πο­κτᾶ νό­η­μα καί ἀ­ξί­α μό­νον ὅ­ταν λει­τουρ­γεῖ ὡς ἀ­σφα­λής ὁ­δη­γός τῶν σύγ­χρο­νων λα­ῶν καί ἀν­θρώ­πων. Ὅ­ταν, δη­λα­δή, λει­τουρ­γεῖ ὡς φά­ρος πνευ­μα­τι­κός, πού μᾶς ὁ­δη­γεῖ μέ ἀ­σφά­λεια στή μί­μη­ση τῶν ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων τῶν προ­γό­νων μας ἤ, κα­τά ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, στήν ἀ­πο­φυ­γή τῶν ὅ­ποι­ων ἑ­κού­σι­ων καί ἀ­κού­σι­ων σφαλ­μά­των τους. Μί­α ἱ­στο­ρί­α πού δέν λει­τουρ­γεῖ ὡς ἀ­σφα­λής ὁ­δη­γός τοῦ ἀν­θρώ­που στήν πο­ρεί­α του ἀ­πό τό πα­ρόν πρός τό μέλ­λον δέν εἶ­ναι μό­νο μί­α νε­κρή καί ἄ­χρη­στη ἱ­στο­ρί­α, ἀλ­λά, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, εἶ­ναι μί­α ἀ­νό­η­τη καί ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἱ­στο­ρί­α, μί­α ἱ­στο­ρί­α πού μπο­ρεῖ, νά ὁ­δη­γή­σει λα­ούς καί ἀν­θρώ­πους στό γκρε­μό καί τήν τέ­λεια κα­τα­στρο­φή. Συ­νε­πῶς, ἡ ὀρ­θή κα­τα­γρα­φή, γνώ­ση καί ἑρ­μη­νεί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση κά­θε μορφῆς προ­ό­δου καί σέ συλ­λο­γι­κό καί σέ προ­σω­πι­κό ἐ­πί­πε­δο.
Μέ βά­ση, λοι­πόν, τή θε­με­λι­ώ­δη αὐ­τή ἀν­τί­λη­ψη γιά τήν ἱ­στο­ρί­α καί τό ρό­λο της μέ­σα στό σύγ­χρο­νο κό­σμο, θά προ­σπα­θή­σου­με, τό κα­τά δύ­να­μιν, νά προ­σεγ­γί­σου­με τό ἐ­πί­και­ρο θέ­μα τῆς παι­δεί­ας τοῦ ὑ­πό­δου­λου ἑλ­λη­νι­σμοῦ στά χρό­νια της τουρ­κο­κρα­τί­ας. Χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με, μά­λι­στα, τό θέ­μα μας ὡς ἐ­πί­και­ρο, για­τί σχε­τί­ζε­ται ἄ­με­σα τό­σο μέ τήν ἐ­θνι­κή ἑ­ορ­τή τῆς 25ης Μαρ­τί­ου ὅ­σο καί μέ τό ζή­τη­μα τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου τῶν νέ­ων σχο­λι­κῶν βι­βλί­ων τοῦ μα­θή­μα­τος τῆς ἱ­στο­ρί­ας (καί, κυ­ρί­ως, αὐ­τοῦ τῆς ΣΤ΄ τά­ξης τοῦ δη­μο­τι­κοῦ).
Γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι δέν εἴ­μα­στε οἱ κα­θ’ ὕ­λην ἁρ­μό­διοι, νά ἀ­πο­φαν­θοῦ­με γιά ἕ­να τό­σο ση­μαν­τι­κό ζή­τη­μα καί ὅ­τι οἱ ἀ­πό­ψεις μας δέν εἶ­ναι οὔ­τε οἱ μο­να­δι­κές πού δι­α­τυ­πώ­θη­καν οὔ­τε, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, οἱ κα­λύ­τε­ρες ἤ οἱ ὀρ­θό­τε­ρες. Πα­ρά ταῦ­τα, δέν θά δι­στά­σου­με, νά τίς δι­α­τυ­πώ­σου­με ἀ­φή­νον­τας τήν ἀ­πο­τί­μη­σή τους στήν κρί­ση τοῦ λα­οῦ μας, τήν ὀρ­θό­τη­τα τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με καί, ἐκ τῶν προ­τέ­ρων, ἀ­πο­δε­χό­με­θα.
Τό 1453 ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λη –ἡ Βα­σι­λεύ­ου­σα Πό­λις τῆς Ρω­μαϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας– ἔ­πε­σε στά χέ­ρια τῶν Ὀ­θω­μα­νῶν. Ἡ ἅ­λω­σή της ὑ­πῆρ­ξε ἕ­να τρο­με­ρό ἱ­στο­ρι­κό γε­γο­νός, πού σφρά­γι­σε ἀ­νε­ξί­τη­λα τήν ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α τῆς Ρω­μι­ο­σύ­νης. Ὁ ἀ­πα­ρά­κλη­τος θρῆ­νος τοῦ γέ­νους μας γιά τήν κα­τα­στρο­φή τῆς ἔν­δο­ξης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας του, πού με­γα­λούρ­γη­σε πο­λι­τι­κά καί πο­λι­τι­στι­κά γιά πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό 15 αἰ­ῶ­νες, κα­τα­γρά­φη­κε στή δη­μο­τι­κή ποί­η­ση τῆς ἐ­πο­χῆς: «­.­..Ἡ Ρω­μα­νί­α ἐ­πε­σεν, ἡ Ρω­μα­νί­α πάρ­θεν.­.­.­». Μα­ζί, ὅ­μως, μέ τό θρῆ­νο τῆς κα­τα­στρο­φῆς κα­τα­γρά­φη­κε στή δη­μο­τι­κή μας ποί­η­ση καί ἡ ἐλ­πί­δα τῆς ἀ­νά­στα­σης τοῦ γέ­νους μας, ἡ ἐλ­πί­δα πού ἄ­να­ψε στίς καρ­δι­ές τῶν ὑ­πό­δου­λων Ρω­μι­ῶν μέ­σα ἀ­πό τίς στά­χτες τῆς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς τους κα­τα­στρο­φῆς: «.­..Σώ­πα­σε Κυ­ρά-Δέ­σποι­να, καί μήν πο­λυ­δα­κρύ­ζεις, πά­λι μέ χρό­νια μέ και­ρούς, πά­λι δι­κά μας θά ΄ναί.­..».
Τά «χρό­νια», ὅ­μως, καί οἱ «και­ροί» ἀρ­γοῦ­σαν νά ἔρ­θουν. Μέ­χρι τό­τε τό γέ­νος μας ἔ­πρε­πε νά ἐ­πι­βι­ώ­σει μέ­σα σέ ἱ­στο­ρι­κά δύ­σκο­λες συν­θῆ­κες. Ἀ­πό τή μί­α με­ριά κιν­δύ­νευ­ε νά ἀ­φο­μοι­ω­θεῖ ἐ­θνι­κά, θρη­σκευ­τι­κά, καί πο­λι­τι­στι­κά ἀ­πό τόν κα­τα­κτη­τή του, ἐ­νῶ, ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά ἔ­πρε­πε νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει τόν κίν­δυ­νο τοῦ ἀ­ναλ­φα­βη­τι­σμοῦ, πού ἀ­πό μό­νος του ἦ­ταν ἱ­κα­νός νά τό ὁ­δη­γή­σει σέ τέ­λει­ο ἀ­φα­νι­σμό. Στά δύ­σκο­λα αὐ­τά, ἀ­πό κά­θε ἄ­πο­ψη, χρό­νια ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν ἡ μό­νη δύ­να­μη πού μπο­ροῦ­σε νά ἀ­να­λά­βει τό βα­ρύ χρέ­ος τῆς ἐ­θνι­κῆς, θρη­σκευ­τι­κῆς καί πο­λι­τι­στι­κῆς ἐ­πι­βί­ω­σης τοῦ γέ­νους μας. Ἡ πρό­νοι­α, μά­λι­στα, τοῦ Θε­οῦ φρόν­τι­σε ὥ­στε νά πα­ρα­χω­ρή­σει ἡ ἴ­δια ἡ Ὀ­θω­μα­νι­κή ἐ­ξου­σί­α στήν Ἐκ­κλη­σί­α τή δι­οί­κη­ση τοῦ ὑ­πό­δου­λου γέ­νους τῶν Ρω­μι­ῶν, ὀρ­γα­νώ­νον­τας τό λα­ό μας ὡς ἕ­να ἀ­νε­ξάρ­τη­το καί ἐ­πί­ση­μα ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­νο «θρησκευτικό ἔ­θνος» (μιλιέτ), πού θά ζοῦ­σε εἰ­ρη­νι­κά μέ­σα στήν ἐ­πι­κρά­τεια τῆς Ὀ­θω­μα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας μέ ἀρ­χη­γό του τόν ἑ­κά­στο­τε Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη, στόν ὁ­ποῖ­ο οἱ Ὀ­θω­μα­νοί πα­ρα­χώ­ρη­σαν τόν τί­τλο τοῦ «Μι­λι­έτ Μπα­σί» (= ἡ κε­φα­λή τοῦ ἔ­θνους), τοῦ ἀρ­χη­γοῦ, δη­λα­δή, τοῦ γέ­νους τῶν Ρω­μι­ῶν. Αὐ­τό τό σύ­στη­μα αὐ­το­δι­οί­κη­σης τῶν ὑ­πό­δου­λων Ρω­μι­ῶν, πού, γε­νι­κά, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «Ἐ­θναρ­χί­α», σέ συν­δυα­σμό μέ τήν πο­λι­τι­κή τους ὀρ­γά­νω­ση σέ ἀ­νε­ξάρ­τη­τες καί αὐ­το­δι­οι­κού­με­νες «κοι­νό­τη­τες», ἀ­πο­τέ­λε­σε τό θε­μέ­λιο λίθο, πά­νω στόν ὁ­ποῖ­ο οἰ­κο­δο­μή­θη­κε ἡ ἐ­θνι­κή, θρη­σκευ­τι­κή καί πο­λι­τι­στι­κή ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας. Μέ­σα στό εὐ­ρύ­τε­ρο πλαί­σιο αὐ­τοῦ τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ ὁ­ρί­ζον­τα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­νέ­λα­βε καί τό ἔρ­γο τῆς παι­δεί­ας τῶν ὑ­πό­δου­λων χρι­στια­νῶν.
Τόν πρῶ­το μό­λις χρό­νο με­τά ἀ­πό τήν ἅ­λω­ση τῆς Πό­λης ὁ πα­τριά­ρχης Γεν­νά­διος Σχο­λά­ριος ἵ­δρυ­σε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τήν «Πα­τρι­αρ­χι­κή Ἀ­κα­δη­μί­α», πού ἔ­γι­νε εὐ­ρύ­τε­ρα γνω­στή μέ τό ὄ­νο­μα «Ἡ Με­γά­λη τοῦ Γέ­νους Σχο­λή», καί ὑ­πῆρ­ξε ἡ μο­να­δι­κή ἀ­νώ­τα­τη ἑλ­λη­νι­κή σχο­λή τῶν χρό­νων τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἀ­πο­φοί­τη­σε πλῆ­θος Ἑλ­λή­νων λο­γί­ων καί ἐ­πι­στη­μό­νων, κα­θώς καί οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι δι­δά­σκα­λοι πού στε­λέ­χω­σαν τά ἑλ­λη­νι­κά σχο­λεῖ­α τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κή, ἐ­πί­σης, σέ ἐ­πί­πε­δο κεν­τρι­κῆς δι­οί­κη­σης ὑ­πῆρ­ξε καί ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ πρώ­του ἑλ­λη­νι­κοῦ τυ­πο­γρα­φεί­ου ἀ­πό τόν πα­τριά­ρχη Κύ­ριλ­λο Λού­κα­ρη, πού λει­τούρ­γη­σε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ἀ­πό τό 1624. Πα­ράλ­λη­λα, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α –μέ τή βο­ή­θεια, φυ­σι­κά, καί τήν οἰ­κο­νο­μι­κή ὑ­πο­στή­ρι­ξη τῶν «κοι­νο­τή­των»– κα­τά­φε­ρε νά ἐ­ξα­σφα­λί­σει τήν ἄ­δεια τοῦ Ὀ­θω­μα­νι­κοῦ κρά­τους γιά τήν ἵ­δρυ­ση ὀρ­γα­νω­μέ­νων, αὐ­το­δι­οι­κού­με­νων καί αὐ­το­χρη­μα­το­δο­τού­με­νων ἑλ­λη­νι­κῶν σχο­λεί­ων στίς με­γα­λύ­τε­ρες, του­λά­χι­στον, πό­λεις τῆς Ὀ­θω­μα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.
­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη στό θέ­μα τῆς ἵ­δρυ­σης σχο­λεί­ων ὑ­πῆρ­ξε καί ἡ τε­ρά­στια προ­σφο­ρά τοῦ Ἁ­γί­ου Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ (1714-1779), ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­κι­νοῦ­σε συ­νε­χῶς τούς ὑ­πό­δου­λους χρι­στια­νούς, νά ἱ­δρύ­ουν σχο­λεῖ­α σέ κά­θε πό­λη καί χω­ριό. Ρωτοῦσε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς: «­.­..Ἔ­χε­τε σχο­λεῖ­ον ἐ­δῶ εἰς τήν χώ­ραν σας, νά δι­α­βά­ζουν τά παι­διά; – Δέν ἔ­χο­μεν, Ἅ­γι­ε τοῦ Θε­οῦ. Νά μα­ζευ­θῆ­τε ὅ­λοι, νά κά­με­τε ἕ­να σχο­λεῖ­ον κα­λόν, νά βά­λε­τε καί ἐ­πι­τρό­πους, νά τό κυ­βερ­νοῦν, νά βά­νουν δι­δά­σκα­λον, νά μαν­θά­νουν ὅ­λα τά παι­διά γράμ­μα­τα, πλού­σια καί πτω­χά. Δι­ό­τι ἀ­πό τό σχο­λεῖ­ον μαν­θά­νω­μεν τί εἶ­ναι Θε­ός, τί εἶ­ναι Ἁ­γί­α Τριάς, τί εἶ­ναι πα­ρά­δει­σος, κό­λα­σις, ἀ­ρε­τή, κα­κί­α. Ἄν δέν ἦ­το σχο­λεῖ­ον, ποῦ ἤ­θε­λα μά­θει ἐ­γώ νά σᾶς δι­δά­σκω;­.­.. Κα­λύ­τε­ρον, ἀ­δελ­φέ μου, νά ἔ­χης σχο­λεῖ­ον ἑλ­λη­νι­κόν εἰς τήν χώ­ραν σου, πα­ρά νά ἔ­χης βρύ­σες καί πο­τά­μια, καί ὡ­σάν τό παι­δί σου μά­θη γράμ­μα­τα, τό­τε λέ­γε­ται ἄν­θρω­πος.­.­.­». Μέ τό κη­ρυ­κτι­κό του ἔρ­γο ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς ἵ­δρυ­σε ἑ­κα­τον­τά­δες ἑλ­λη­νι­κά σχο­λεῖ­α καί συ­νέ­βα­λε κα­θο­ρι­στι­κά στή δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς μας αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας, πλη­ρώ­νον­τας, τε­λι­κά, τήν προ­σφο­ρά του μέ τήν ἴ­δια του τή ζω­ή, ὅ­πως καί ὁ ἴ­διος εἶ­χε προ­φη­τι­κά ἀ­ναγ­γεί­λει, λέ­γον­τας: «­.­..Ἐ­γώ, μέ τήν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ, μή­τε σα­κού­λα ἔ­χω, μή­τε κα­σέ­λα, μή­τε σπί­τι, μή­τε ρά­σο ἄλ­λο ἀ­πό αὐ­τό πού φο­ρά­ω. Καί τό σκα­μνί ὅ­που ἔ­χω δέν εἶ­ναι ἐ­δι­κόν μου, διά λό­γου σας τό ἔ­χω. Ἄλ­λοι τό λέ­γουν σκα­μνί καί ἄλ­λοι θρό­νον. Δέν εἶ­ναι κα­θώς τό λέ­γε­τε. Ἀ­μή θέ­λε­τε νά μά­θε­τε τί εἶ­ναι; Εἶ­ναι ὁ τά­φος μου, καί ἐ­γώ εἶ­μαι μέ­σα ὁ νε­κρός ὅ­που σας ὁ­μι­λῶ. Ἐ­τοῦ­τος ὁ τά­φος ἔ­χει τήν ἐ­ξου­σί­αν νά δι­δά­σκει βα­σι­λεῖς καί πα­τριά­ρχας, ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί ἱ­ε­ρεῖς, ἄν­δρας καί γυ­ναί­κας, παι­διά καί κο­ρί­τσια, νέ­ους καί γέ­ρον­τας, καί ὅ­λον τόν κό­σμον.­.­.­».
­νῶ, ὅ­μως, στίς με­γά­λες πό­λεις ὑ­πῆρ­χε –ἔ­στω καί ὑ­πό ἀν­τί­ξο­ες συν­θή­κες– ἡ δυ­να­τό­τη­τα ἵ­δρυ­σης, ὀρ­γά­νω­σης καί χρη­μα­το­δό­τη­σης ἑλ­λη­νι­κῶν σχο­λεί­ων, ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ὄγ­κος τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πλη­θυ­σμοῦ, πού κα­τοι­κοῦ­σε σέ ὀ­ρει­νές, ἄ­γο­νες, φτω­χές καί ἀ­πο­μο­νω­μέ­νες πε­ρι­ο­χές, κιν­δύ­νευ­ε νά βυ­θι­στεῖ στό σκο­τά­δι τοῦ ἀ­ναλ­φα­βη­τι­σμοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τό προ­οί­μιο τῆς γλωσ­σι­κῆς του ἀ­φο­μοί­ω­σης ἀ­πό τούς Ὀ­θω­μα­νούς καί ὁ­δη­γοῦ­σε μέ μα­θη­μα­τι­κή ἀ­κρί­βεια στήν ἐ­θνι­κή, θρησκευ­τι­κή καί πο­λι­τι­στι­κή του ἀ­φο­μοί­ω­ση. Ἐ­πει­δή, λοι­πόν, στίς πε­ρι­πτώ­σεις αὐ­τές ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τη ἡ ἐ­ξοι­κο­νό­μη­ση τῶν ἀ­ναγ­καί­ων χρη­μα­τι­κῶν πό­ρων γιά τήν ἵ­δρυ­ση καί λει­τουρ­γί­α ὀρ­γα­νω­μέ­νων σχο­λεί­ων, ἡ στοι­χει­ώ­δης παι­δεί­α τῶν ὑ­πό­δου­λων Ρω­μι­ῶν ἀ­να­τέ­θη­κε στούς ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τους ἱ­ε­ρεῖς καί μο­να­χούς τῶν πε­ρι­ο­χῶν αὐ­τῶν. Ἔ­τσι, οἱ τα­πει­νοί καί, κα­τά κα­νό­να, ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τοι πα­πά­δες καί κα­λό­γε­ροι ὀρ­γά­νω­ναν στά ὀ­ρει­νά καί ἀ­πο­μο­νω­μέ­να ἑλ­λη­νι­κά χω­ριά ἀ­νε­πί­ση­μα σχο­λεῖ­α, πού ἀ­να­λάμ­βα­ναν τήν εὐ­θύ­νη νά δι­δά­ξουν στά παι­διά τῶν ὑ­πό­δου­λων χρι­στια­νῶν τή στοι­χει­ώ­δη γρα­φή καί ἀ­νά­γνω­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ὡς γλωσ­σι­κά ἐγ­χει­ρί­δια τά λει­τουρ­γι­κά βι­βλί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­φοῦ αὐ­τά ἦ­ταν τά μο­να­δι­κά βι­βλί­α πού ὑ­πῆρ­χαν σέ αὐ­τές τίς ὀ­ρει­νές καί ἀ­πο­μο­νω­μέ­νες πε­ρι­ο­χές. Ἡ στοι­χει­ώ­δης αὐ­τή δι­δα­σκα­λί­α τῶν ὑ­πό­δου­λων χρι­στια­νῶν γι­νό­ταν, συ­νή­θως, τό ἀ­πό­γευ­μα καί τό βρά­δυ, ἀ­φοῦ τίς πρω­ι­νές ὧ­ρες τά παι­διά ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­να νά ἐρ­γά­ζον­ται στίς κτη­νο­τρο­φι­κές καί γε­ωρ­γι­κές ἐρ­γα­σί­ες τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς τους καί ὄ­χι για­τί οἱ Ὀ­θω­μα­νοί ἀ­γνο­οῦ­σαν ἤ ἀ­πα­γό­ρευ­αν τή λει­τουρ­γί­α τῶν ἀ­νε­πί­ση­μων αὐ­τῶν σχο­λεί­ων, ὅ­πως λαν­θα­σμέ­να ὑ­πο­στη­ρί­χθη­κε πα­λαι­ό­τε­ρα. Ἐ­πει­δή τά σχο­λεῖ­α αὐ­τά ἦ­ταν ἀ­νε­πί­ση­μα, δέν χρει­α­ζό­ταν ἡ ἔκ­δο­ση εἰ­δι­κῆς ἄ­δειας τοῦ Ὀ­θω­μα­νι­κοῦ κρά­τους γιά τήν ἵ­δρυ­ση καί τή λει­τουρ­γί­α τους. Πα­ράλ­λη­λα, οἱ ἱ­ε­ρεῖς καί οἱ μο­να­χοί πού δί­δα­σκαν σέ αὐ­τά δέν χο­ρη­γοῦ­σαν στούς μα­θη­τές τούς ἐ­πί­ση­μα ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­να σχο­λι­κά ἀ­πο­λυ­τή­ρια, ἀ­φοῦ ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α τοῦ ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ τους ἔρ­γου ἦ­ταν δε­δο­μέ­νη, ἄν τά παι­διά μά­θαι­ναν τά γράμ­μα­τα τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ ἀλ­φά­βη­του, κα­θώς καί τή στοι­χει­ώ­δη ἑλ­λη­νι­κή γρα­φή καί ἀ­νά­γνω­ση. Ἐ­ξ’ αἰ­τί­ας, μά­λι­στα, τοῦ ἀ­νε­πί­ση­μου χα­ρα­κτή­ρα τους τά σχο­λεῖ­α αὐ­τά μνη­μο­νεύ­ον­ται, πράγ­μα­τι, ἐ­λά­χι­στα στίς ἱ­στο­ρι­κές πη­γές καί τά ὅ­σα γνω­ρί­ζου­με γιά αὐ­τά προ­έρ­χον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τούς θρύ­λους καί τίς λα­ϊ­κές δο­ξα­σί­ες τοῦ λα­οῦ μας καί λι­γό­τε­ρο ἀ­πό τίς μαρ­τυ­ρί­ες τῆς ἐ­πί­ση­μης ἱ­στο­ρι­κῆς ἔ­ρευ­νας. Τά ἀ­νε­πί­ση­μα αὐ­τά σχο­λεῖ­α, πού ἔ­σω­σαν ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος τοῦ ὑ­πό­δου­λου ἑλ­λη­νι­κοῦ πλη­θυ­σμοῦ ἀ­πό τόν ἐ­ξισ­λα­μι­σμό, καί συ­νέ­βα­λαν κα­θο­ρι­στι­κά στήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ στά χρό­νια της τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἔ­μει­ναν γνω­στά στήν πα­ρά­δο­σή μας μέ τό ὄ­νο­μα «τό κρυ­φό σχο­λει­ό». Φυ­σι­κά, μέ τό χα­ρα­κτη­ρι­σμό αὐ­τό, κα­τά τή γνώ­μη μας, δη­λώ­νε­ται ὁ ἀ­νε­πί­ση­μος χα­ρα­κτή­ρας τῶν σχο­λεί­ων αὐ­τῶν καί ὄ­χι ὁ μυ­στι­κός τρό­πος τῆς λει­τουρ­γί­ας τους. Ὁ ὄρος, δηλαδή, «το κρυ­φό σχο­λει­ό» δηλώνει τό τα­πει­νό, τό ἀ­νε­πί­ση­μο σχο­λει­ό και ὄ­χι τό μυ­στι­κό ἤ τό ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο σχο­λει­ό.
Πράγ­μα­τι, ἐ­λά­χι­στα μνη­μο­νεύ­ε­ται ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ «κρυ­φοῦ σχο­λει­οῦ» στίς ἐ­πί­ση­μες ἱ­στο­ρι­κές πη­γές τῶν χρό­νων τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας. Αὐ­τό, ὅ­μως, δέν ση­μαί­νει, ὅ­τι τό «κρυ­φό σχο­λει­ό», ὅ­πως τό πε­ρι­γρά­ψα­με προ­η­γου­μέ­νως, δέν ὑ­πῆρ­ξε πο­τέ. Οἱ ἥ­ρω­ες τοῦ «κρυ­φοῦ σχο­λει­οῦ» δέν ἦ­ταν ἐ­πώ­νυ­μοι ἡ­γέ­τες, ἀλ­λά ἀ­νώ­νυ­μοι, ἁ­πλοί καί τα­πει­νοί ἄν­θρω­ποι, πού πέ­ρα­σαν ὁ­λό­κλη­ρη τή ζω­ή τους μέ­σα στήν ἀ­φά­νεια καί τόν κα­θη­με­ρι­νό μό­χθο τῆς ἐ­πι­βί­ω­σης. Ἦ­ταν ἁ­πλοί ἄν­θρω­ποι, πού δέν κα­τεῖ­χαν θέ­σεις ἐ­ξου­σί­ας, δέν δι­α­μόρ­φω­σαν μέ τίς πρά­ξεις καί τίς ἀ­πο­φά­σεις τους τήν ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α τῆς ἐ­πο­χῆς τους, δέν ἄ­φη­σαν που­θε­νά κα­νέ­να ἐ­πί­ση­μο γρα­πτό κεί­με­νό τους, δέν κα­τέ­γρα­ψαν οὔ­τε τό μι­κρό ὄ­νο­μά τους. Γι’ αὐ­τό, καί οἱ ἱ­στο­ρι­κές πη­γές δέν εἶ­χαν κα­νέ­να λό­γο νά ἀ­σχο­λη­θοῦν μα­ζί τους, ὅ­πως, ἄλ­λω­στε, δέν ἀ­σχο­λή­θη­καν πο­τέ μέ τήν κα­τα­γρα­φή τῶν ἔρ­γων καί τῶν ὀ­νο­μά­των ὅ­λων ἐ­κεί­νων τῶν ἀ­νώ­νυ­μων ἀ­γω­νι­στῶν πού πλή­ρω­σαν μέ τή ζω­ή ἤ μέ τή σω­μα­τι­κή τους ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τόν ἀ­γώ­να τῆς ἀ­πο­τί­να­ξης τοῦ τουρ­κι­κοῦ ζυ­γοῦ. Τό ἔρ­γο, ὅ­μως, τῶν ἄ­γνω­στων ἀ­γω­νι­στῶν τοῦ «κρυ­φοῦ σχο­λει­οῦ» μνη­μο­νεύ­ε­ται μέ­σα στούς θρύ­λους καί τίς δο­ξα­σί­ες τοῦ λα­οῦ μας, στούς ὁ­ποί­ους δι­α­σώ­ζε­ται ἡ αὐ­θεν­τι­κό­τε­ρη, ἴ­σως, ἔκ­φρα­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μνή­μης, τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μνή­μης πού δέν ὑ­πό­κει­ται σέ ἰ­δε­ο­λο­γι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις καί ἰ­δι­ο­τε­λεῖς σκο­πι­μό­τη­τες, τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μνή­μης πού εἶ­ναι πάν­τα ἀ­λη­θι­νή, για­τί ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἱ­στο­ρι­κή ἔκ­φρα­ση τῆς λα­ϊ­κῆς μας συ­νεί­δη­σης. Ναί, σέ αὐ­τή τήν αὐ­θεν­τι­κή λα­ϊ­κή ἱ­στο­ρι­κή μνή­μη μαρ­τυ­ρεῖ­ται τό ἔρ­γο τῶν τα­πει­νῶν καί ὀ­λι­γο­γράμ­μα­των ἀ­γω­νι­στῶν τοῦ «κρυ­φοῦ σχο­λει­οῦ», τά ὀ­νό­μα­τα τῶν ὁ­ποί­ων εἶ­ναι ἄ­γνω­στα στούς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά γνω­στά στό Θε­ό, τά ὀ­νό­μα­τα τῶν ὁ­ποί­ων δέν εἶ­ναι γραμ­μέ­να στά βι­βλί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἀλ­λά στό βι­βλί­ο τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ζω­ῆς, μα­ζί μέ τά ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ὀ­νό­μα­τα τῶν ἄ­γνω­στων μαρ­τύ­ρων καί ὁ­σί­ων τῆς πίστης μας, μα­ζί μέ τά ὀ­νό­μα­τα ὅ­λων αὐ­τῶν, πού θυ­σι­ά­στη­καν, γιά νά εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς σή­με­ρα ἐ­λεύ­θε­ροι.
­λο­κλη­ρώ­νον­τας τό λό­γο μας, θά ἔ­πρε­πε, ἴ­σως, νά ἀ­να­φερ­θοῦ­με –ἔ­στω καί συ­νο­πτι­κά– στόν κοι­νω­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς παι­δεί­ας κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας. Εἴ­δα­με, γιά πα­ρά­δειγ­μα, προ­η­γου­μέ­νως στίς δι­δα­χές τοῦ Ἁ­γί­ου Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ νά το­νί­ζε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­τι τά ἑλ­λη­νι­κά σχο­λεῖ­α πρέ­πει νά ἱ­δρύ­ον­ται καί νά συν­τη­ροῦν­ται ἀ­πό τήν κοι­νό­τη­τα, ὥ­στε νά προ­σφέ­ρουν τά ἀ­γα­θά τῆς παι­δεί­ας σέ ὅ­λους ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως τούς ἀν­θρώ­πους, καί, ἔ­τσι, «­.­..νά μαν­θά­νουν ὅ­λα τά παι­διά γράμ­μα­τα, πλού­σια καί πτω­χά.­.­.­». Εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­τι ἡ πα­ρά­δο­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τήν παι­δεί­α ὡς ἕ­να κοι­νω­νι­κό ἀ­γα­θό, τή δι­α­χεί­ρι­ση τοῦ ὁ­ποί­ου πρέ­πει, νά ἔ­χει ἡ κοι­νό­τη­τα καί ὄ­χι κά­ποι­α ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἤ ἀ­πο­κομ­μέ­να ἀ­πό τό συλ­λο­γι­κό σῶ­μα τῆς κοι­νό­τη­τας πρό­σω­πα. Συ­νε­πῶς, τό πρω­τεῦ­ον στήν ὀρ­γά­νω­ση καί τή λει­τουρ­γί­α τῆς παι­δεί­ας, σύμ­φω­να μέ τήν πα­ρά­δο­σή μας, πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ ἐ­ξα­σφά­λι­ση τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ της χα­ρα­κτή­ρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐγ­γυᾶ­ται τήν ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που καί τήν προ­σφο­ρά ἴ­σων εὐ­και­ρι­ῶν σέ ὅ­λους.
Μί­α παι­δεί­α πού δέν ἐ­λέγ­χε­ται ἀ­πό τήν κοι­νό­τη­τα, ἀλ­λά ἀ­πό κάποια οἰ­κο­νο­μι­κή καί κοι­νω­νι­κή ὀ­λι­γαρ­χί­α, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κή παι­δεί­α. Μί­α παι­δεί­α πού δέν πα­ρέ­χε­ται ἐ­ξί­σου σέ ὅ­λα τά μέ­λη τῆς κοι­νό­τη­τας, ἀλ­λά προ­ο­ρί­ζε­ται μό­νο γιά τούς πλού­σιους ἤ γιά τούς δι­α­νο­η­τι­κά ἰ­σχυ­ρούς, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κή παι­δεί­α. Μί­α παι­δεί­α πού δέν ὑ­πη­ρε­τεῖ τήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τήν ἄ­γνοι­α καί τή συγ­κρό­τη­σή του σέ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα, ἀλ­λά τή δη­μι­ουρ­γί­α τυ­πο­ποι­η­μέ­νων ἀν­θρώ­πων, πού εἶ­ναι σχε­δι­α­σμέ­νοι, γιά νά λει­τουρ­γοῦν ὡς ἔμ­ψυ­χα γρα­νά­ζια μι­ᾶς μη­χα­νῆς, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κή παι­δεί­α. Σέ τε­λι­κή ἀ­νά­λυ­ση, ἡ παι­δεί­α πού δέν σέ­βε­ται καί δέν ἀ­να­δει­κνύ­ει τήν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ στόν ἄν­θρω­πο, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κή παι­δεί­α.
ς ἐλ­πί­σου­με, ὅ­τι τό γέ­νος μας δέν θά λη­σμο­νή­σει πο­τέ τήν τε­ρά­στια προ­σφο­ρά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στή δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς καί πο­λι­τι­στι­κῆς μας ταυ­τό­τη­τας στά δύσκολα καί σκοτεινά χρό­νια τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας.