Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012


Ὁ λόγος πού ἀνάβουμε τό καντήλι


Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΒΟΥΜΕ ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ


( ΕΠΙΚΟΠΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ )
Πρώτον: Γιατί η πίστη μας
είναι φως. Ο Χριστός είπε: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου». Το φως της κανδήλας
μας θυμίζει το φως, με το οποίο ο Χριστός καταυγάζει τις ψυχές μας.

Δεύτερον: Για να μας θυμίζει, ότι και η ζωή μας πρέπει να είναι φωτεινή
σαν των αγίων, δηλαδή των ανθρώπων, που ο Απόστολος Παύλος τους ονομάζει
«τέκνα φωτός».

Τρίτον: Για να είναι έλεγχος στα σκοτεινά μας έργα και στις κακές μας
ενθυμήσεις και επιθυμίες. Και έτσι να τα επαναφέρει όλα στο δρόμο του φωτός
του αγίου Ευαγγελίου. Για να λάμψει «το φως ημών έμπροσθεν των ανθρώπων,
όπως είδωσιν ημών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα ημών τον εν τοις
ουρανοίς».

Τέταρτον: Είναι μια μικρή δική μας θυσία, σημείο και δείγμα της
ευγνωμοσύνης και της αγάπης, που οφείλουμε στο Θεό για τη μεγάλη θυσία που
έκαμε για μας. Με αυτήν και με την προσευχή μας, τον ευχαριστούμε για τη
ζωή, για τη σωτηρία και για όλα όσα μας χαρίζει η θεϊκή και άπειρη αγάπη
του.
Πέμπτον: Για να είναι φόβητρο στις δυνάμεις του σκότους, που μας
επιτίθενται με ιδιαίτερη πονηρία πριν και κατά την ώρα της προσευχής και
θέλουν να απομακρύνουν τη σκέψη μας από το Θεό. Οι δαίμονες αγαπούν το
σκοτάδι και τρέμουν το φως: Και του Χριστού κι εκείνων που αγαπούν τον
Χριστό.

Έκτον: Για να μας παρακινεί σε αυτοθυσία. Όπως δηλαδή με το λάδι καίγεται
στο καντήλι το φυτίλι, έτσι και το δικό μας θέλημα να καίγεται με τη φλόγα
της αγάπης για τον Χριστό και να υποτάσσεται πάντοτε στο θέλημα του Θεού.

Έβδομον: Για να μάθωμε ότι: Όπως δεν ανάβει το καντήλι χωρίς τα δικά μας
χέρια, έτσι και το εσωτερικό καντήλι της καρδιάς μας δεν ανάβει χωρίς τα
χέρια του Θεού. Οι κόποι των αρετών μας είναι η καύσιμη ύλη (το φυτίλι και
το λάδι), που για να ανάψουν και να φωτίσουν χρειάζονται το «πυρ» του Αγίου
Πνεύματος.

Πηγή: http://www.ixthis.gr/

Ἡ Θεία Κοινωνία καί ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, μία διδακτική ἀληθινή ἱστορία.

Ἕνας ἱερεύς ὁ πάπα-Θεόδωρος κλήθηκε γιά νά κοινωνήσει δύο χριστιανούς ἑτοιμοθάνατους. Ἕναν πλούσιο, σκληρό καί φιλάργυρο καί μία ἐνάρετη χήρα, πού μεγάλωσε μόνη της, μέ τιμιότητα καί σωφροσύνη, σκληρό ἀγώνα καί φτώχεια πολλή, ἐκεῖνα τά χρόνια, ὀκτώ παιδιά!!!
Ὁ πάπα-Θεόδωρος πῆρε μαζί τόν διάκονό του, τόν πατέρα Λαυρέντιο. Μπροστά ὁ διάκονος καί ὁ ἱερεύς μέ τό ἅγιο Ποτήριο, ἀσκεπής καί μέ τόν Ἀέρα στούς ὤμους, (ὅπως ἐσυνηθίζετο τότε), πῆγαν πρῶτα στό σπίτι τοῦ πλούσιου, ἀλλά αὐτός οὔτε καν ἤθελε νά ἀκούσει γιά Θεία Κοινωνία! Μόνο φώναζε: νεωκόρος, στό πλάι.
-Δέν εἶμαι ἐγώ γιά θάνατο!
Ἔγινε ἕνας διάλογος, ὅσο ἦταν δυνατόν, μεταξύ του ἱερέως καί τοῦ ἄρρωστου, ἀλλά αὐτός ἦταν ἀνένδοτος, δέν ἤθελε νά κοινωνήσει.
Λέγει τότε ὁ διάκονος, ὁ πατήρ Λαυρέντιος:
-Πάτερ Θεόδωρε, μοῦ δίνετε, σᾶς παρακαλῶ τό ἅγιο Ποτήριο, νά πάω νά κοινωνήσω τήν ἑτοιμοθάνατη κυρία Μαρία καί ἐσεῖς νά συζητήσετε μέ τόν ἀσθενῆ μέχρι νά γυρίσω! καί, ἐάν ἔχει πεισθεῖ, νά τόν κοινωνήσομε μετά;

-Νά πᾶς παιδί μου, μέ τίς εὐχές μου.
Ὁ νεωκόρος μπροστά μέ τό λαδοφάναρο καί πίσω ὁ διάκονος μέ τήν Θεία Κοινωνία ἔφθασαν σέ ἕνα φτωχικό σπιτάκι. Μπῆκαν μέσα καί εἶδαν γύρω ἀπό τό κρεβάτι τῆς κυρά-Μαρίας νά παρευρίσκονται τά παιδιά, τά ἐγγόνια, οἱ λοιποί συγγενεῖς της καί ὅλοι νά κλαῖνε γιά τήν ὑπέροχη αὐτή μητέρα, γιαγιά καί συγγενῆ.
Μόλις προχώρησε λίγο ὁ διάκονος, ἔμεινε ἀκίνητος! Τί εἶδε; Ἀνείπωτο θέαμα! Περικυκλωμένη δέν ἦταν μόνο ἀπό ἀνθρώπους ἤ ἁγιασμένη αὐτή ψυχούλα, ἀλλά καί ἀπό δεκάδες Ἀγγέλους καί Ἀρχαγγέλους, ποῦ συνωστίζονταν μέσα στό δωμάτιο ποιός θά πρῶτο-χαϊδέψει καί ποιός θά πρῶτο-ἁπαλύνει καί θά πρῶτο-σφουγγίσει τόν ἵδρωτα αὐτῆς τῆς ὑπερευλογημένης μάνας!
Καί δέν ἦταν μόνο αὐτό!!! Ἀκριβῶς πάνω ἀπό τό κεφαλάκι της, στό προσκεφάλι της δηλαδή, ἦταν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία μέ ἕνα θεοΰφαντο μαντήλι τῆς σκούπιζε τόν ἵδρωτα τοῦ πυρετοῦ ἀπό τό μέτωπό της. Τά δέ χείλη τῆς ἑτοιμοθάνατης ψιθύριζαν: «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε».
Καί-ὤ τοῦ θαύματος- ὅλοι οἱ Ἄγγελοι ἔπεσαν «μπρούμυτα» καί προσκύνησαν τό εἰσερχόμενο πανάγιο Ποτήριο πού εἶχε μέσα τό τίμιο Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου! Ὅλες οἱ Ἀγγελικές Δυνάμεις!
καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, κατά ἕναν ἀκατάληπτο τρόπο, ἀσπάσθηκε τό ἅγιο Ποτήριο καί ὁδήγησε τόν διάκονο νά κοινωνήσει τήν ἑτοιμοθάνατη.
Μετά τή Θεία Κοινωνία οἱ Ἄγγελοι πῆραν, τήν ψυχή αὐτῆς τῆς εὐλογημένης μάνας, τήν παρέδωσαν στά χέρια τῆς Παναγίας καί ὅλοι μαζί ἀνῆλθαν στόν Οὐρανό. Ἄστραψε ὁ τόπος, μοσχοβόλησε τό δωμάτιο καί ὁ διάκονος μέ φόβο καί χαρά ἀπερίγραπτη καί ἀγαλλίαση ἔφυγε…καί ἐπέστρεψε στό σπίτι τοῦ πλουσίου…
Μπῆκε μέσα καί τόν κατέλαβε ρίγος! γιατί γύρω ἀπό τό κρεβάτι, τοῦ φιλάργυρου αὐτοῦ ἀνθρώπου, βρίσκονταν ἑκατοντάδες δαίμονες, οἱ ὅποιοι μέ τρίαινες φοβερές κατατρυποῦσαν τό σῶμα του σέ διάφορα σημεῖα: στά γόνατα, στά πόδια, στά χέρια, στίς παλάμες, στήν κοιλιά, στό λάρυγγα, στά μάτια, στό κεφάλι… Μέ ὅσα μέλη ἁμάρτησε, πάνω σ’ αὐτά τρυποῦσαν οἱ δαίμονες. Οὔρλιαζε, φώναζε ὁ ταλαίπωρος πλούσιος.Παρέδωσε τό ἅγιο Ποτήριο τρέμοντας, στά χέρια τοῦ ἱερέως, ὁ διάκονος, καί ἀπό τόν τρόμο τοῦ λιποθύμησε…
O ἱερεύς εἰς μάτην προσπαθοῦσε νά πείσει τόν πλούσιο νά «ἑτοιμαστεῖ» γιά τό τέλος! Αὐτός τίποτα! Πέθανε τελικά χωρίς Θεία Κοινωνία καί χωρίς Ἐξομολόγηση.