Κυριακή 5 Μαΐου 2013

Τό Ἅγιον Φῶς καί περί τοῦ Ἱερομάρτυρος Φιλουμένου

 



α) Περὶ τοῦ Ἁγίου Φωτὸς
 Τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ βράδυ, ἀφοῦ τελειώσει ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου, τὸ ἱερατεῖο φέρει τὸν Ἐπιτάφιο μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ περιφέρεται γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα τρεῖς φορὲς ψάλλοντας τό: «Ὁ Εὐσχήμων Ἰωσήφ…». Στὴν πομπὴ εἶναι παρατεταγμένοι ἕξι ἀρχιερεῖς ἀριστερά, ἕξι δεξιὰ καὶ στὸ μέσον ὁ Πατριάρχης, ἐνῶ τέσσαρες ἀρχιερεῖς κρατοῦν στὶς πλάτες των τὸ Ἀντιμήνσιο, τὸ ὁποῖον εἶναι γεωργιανὸ καὶ πολὺ ὡραῖο.
Ὅταν πρόκειται νὰ τὸ ἐναποθέσουν στὴν Ἁγία Τράπεζα, λέγουν τὸ Εὐαγγέλιο, στὸ ὁποῖο ἐρωτοῦν τί θὰ γίνει μὲ ἐκεῖνον τὸν πλάνο, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθεῖ, μήπως ἔλθουν οἱ μαθηταί Του καὶ τὸν κλέψουν καὶ γίνει ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ποὺ λέγει: «Ἔχετε κουστωδία ἀσφαλίσατε τὸν τάφο, ὡς οἴδατε», ἔχουν σβηστεῖ ὅλα τὰ καντήλια μέσα στὸν Πανάγιο Τάφο, ἐνῶ τρεῖς ἀστυνομικοὶ Ἑβραῖοι καὶ δύο κληρικοί, ἕνας ἀρμένιος καὶ ἕνας ἡμέτερος σφραγίζουν τὸν Τάφο μὲ βουλοκέρι.
Τὴν Παρασκευὴ τὸ πρωὶ ἀνοίγουμε ἐμεῖς τὴ θύρα τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ Σάββατο τὴν ἀνοίγουν οἱ Ἀρμένιοι μὲ τὴν σειρά. Ὁ κόσμος ἔχει κατακλύσει τὸν Ναὸ ἀπὸ τὴν Παρασκευὴ τὸ βράδυ, ὅπου καὶ διανυκτερεύουν.Τὸ πρωὶ ἄλλοι ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς 3.30 περιμένουν ἔξω ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ ναοῦ. Μόλις ἀνοίξει, μπαίνουν μέσα καὶ καταλαμβάνουν ὅλους τούς χώρους. Τὸ μεσημέρι στὶς 12 ἡ ὥρα ὁ Πατριάρχης ἀναμένει εἰς τὴν αἴθουσα τοῦ Πατριαρχείου μὲ ἄλλους ἐπισήμους, ἀρχιερεῖς ἀπὸ ἄλλες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, προξένους διαφόρων κρατῶν καὶ ἄλλους ἐπισήμους. Στὶς 12 τὸ μεσημέρι κτυπᾶ ἡ μεγάλη καμπάνα, τῆς ὁποίας ὁ ἀπόηχος ἀκούγεται μέχρι τὴν Βηθανία. Τότε σηκώνεται ὁ Πατριάρχης μὲ ἐγκόλπιο καὶ ἐπανωκαλλύμμαυχο, μπαίνει στὸ Ἱερό τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ὅπου ἀπὸ τὸ 1770, ἐπὶ πατριάρχου Πολυκάρπου, ἐδόθη εὐλογία νὰ μπαίνουν μέσα καὶ οἱ γυναῖκες, ἀλλὰ μόνο γιὰ ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Τοῦτο γίνεται διότι τότε, ἀλλὰ καὶ τώρα, ἦταν δύσκολο νὰ ἔρχονται οἱ προσκυνηταὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους πολλὲς φορές, ὁπότε, ὅταν ἤρχοντο μίαν φοράν, θὰ ἔπρεπε παντοιοτρόπως νὰ ἰδοῦν τὸ Ἅγιο Φῶς. Ἐπὶ πλέον ἡ Ἁγία Τράπεζα ἔχει ἀπογυμνωθεῖ ἀπ’ ὅλα τὰ ἱερὰ ἀντικείμενα, τὰ ὅποια ἀπαγορεύεται νὰ τὰ ἐγγίζουν οἱ λαϊκοί.
 Μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη μπαίνουν στὸ Ἱερὸ καὶ δύο ὑπάλληλοι τοῦ ὑπουργείου Θρησκευμάτων, ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Βηθλεὲμ καὶ ὁ Πολιτικὸς διοικητής. Ἀμέσως μετὰ ἔρχονται οἱ Ἑβραῖοι, οἱ Κόπται καὶ οἱ Συριάνοι, δηλαδὴ οἱ παλαιοὶ Χαλδαῖοι, καὶ φιλοῦν τὸ χέρι τοῦ Πατριάρχου, γιὰ νὰ πάρουν κατόπιν τὸ Ἅγιο Φῶς.
Μόλις φύγουν αὐτοί, δίνει τὴν εὐλογία στοὺς ἱερεῖς νὰ ντυθοῦν καὶ τελευταῖος φεύγει ὁ ἴδιος γιὰ νὰ ντυθεῖ στὸ Σκευοφυλάκιο. Ἔχουν παραταχθεῖ τώρα οἱ ψάλται, Ἕλληνες καὶ Ἄραβες, ἀκολουθοῦν οἱ κληρικοὶ μὲ τὰ ράσα τους, μετὰ οἱ ντυμένοι κληρικοὶ καὶ τελευταῖος ὁ Πατριάρχης μὲ τοὺς διάκους του. Καθένας ἀπ’ αὐτοὺς κρατεῖ ἀπὸ ἕνα δίσκο, στοὺς ὁποίους ὑπάρχουν ἀπὸ μία δέσμη μὲ 33 κεριὰ δεμένα ἐξωτερικὰ μὲ ἄσπρες κορδέλες. ὁ ἕνας διάκονος λέγει: «Εὐλόγησαν, Δέσποτα, τὴν Ἁγίαν Εἴσοδον».
Ἑκατέρωθεν τῆς πομπῆς προπορεύονται καὶ καμιὰ σαρανταριὰ λάβαρα, ἐνῶ στὸ τέλος, πίσω ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, ἀκολουθεῖ τὸ τελευταῖο λάβαρο ποὺ εἰκονίζει τὸν Πανάγιο Τάφο. Ὁ Πατριάρχης λέγει: «Εὐλογημένη ἡ εἴσοδος…» καὶ ὅλοι ἀρχίζουν τὸ «Ἡ Ἀνάστασίς Σου, Χριστὲ Σωτήρ…» καὶ τὸ «φῶς ἱλαρόν…» ἀργά. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ ψάλλονται τρεῖς φορὲς ἑλληνικὰ καὶ τρεῖς ἀραβικά. Ἔτσι περιφέρονται πέριξ τοῦ Κουβουκλίου τοῦ Παναγίου Τάφου.
Τὰ καντήλια εἶναι ὅλα σβηστὰ• καὶ τῶν Λατίνων, καὶ τῶν Ἀρμενίων, καὶ τὰ ἰδικά μας. Στὴν τρίτη περιφορὰ μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ Ἱερὸ καὶ ὁ Πατριάρχης στέκεται μπροστὰ στὴν πύλη τοῦ Παναγίου Τάφου. Ἐκεῖ τοῦ βγάζουν τὴν μίτρα, τὰ ἐγκόλπια, τὸν σάκκο, τὸ ὠμοφόριο, τὸ ἐπιγονάτιο καὶ μένει μὲ τὸ στιχάριο, τὴν ζώνη, τὰ ἐπιμανίκια καὶ τὸ ἐπιτραχήλιο. Δίπλα εἶναι καὶ ὁ ἀρμένιος ἀρχιμανδρίτης κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο. Ἀνοίγει λοιπὸν ἡ πύλη, ἀφοῦ πρῶτα βγάλουν τὰ βουλοκέρια καὶ τὰ μοιράζουν στοὺς πιστοὺς χάριν εὐλογίας. Τότε παίρνει τοὺς δύο πυρσοὺς στὰ χέρια, τὶς δύο δέσμες κεριῶν κάτω ἀπὸ τὴν μασχάλη του, κάνει στὸν λαὸ ὑπόκλιση καὶ εἰσέρχεται πρῶτος μέσα στὸ Κουβούκλιο τοῦ Παναγίου Τάφου, ἐμπρὸς δὲ μένει ὁ ἀρμένιος καὶ κλείνει ἡ πόρτα.
 Τώρα τελειώσαμε τὴν διαδικασία περὶ τοῦ Ἁγίου Φωτός. Ἐφέτος τὸ Πάσχα ἦταν μαζί μας ὁ μητροπολίτης Γρεβενῶν Σέργιος. Μὲ ἐρώτησε: —Βγαίνει τὸ Ἅγιο Φῶς, Σεβασμιώτατε; —Δέν θὰ σοῦ δώσω τὴν ἀπάντηση ἐγώ, Δέσποτά μου. Θὰ τὴν πάρεις ὁ ἴδιος, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τελετῆς. Τὸν τοποθετήσαμε στὰ μπροστινὰ στασίδια τοῦ Παναγίου Τάφου, τὰ ὁποῖα συνήθως χρησιμοποιοῦνται γιὰ προξένους ἄλλων χωρῶν. Ἐκεῖ πρῶτος στεκόμουν ἐγώ, δίπλα μου ὁ ἅγιος Γρεβενῶν. Τοῦ λέγω: —Παρατήρησε, Δέσποτά μου, ὑπάρχει κανένα καντήλι ἀναμμένο; Ἦταν ἐκεῖ περὶ τὰ 50 καντήλια τῶν ὀρθοδόξων, Λατίνων καὶ ἀρμενίων. Πράγματι δὲν ὑπῆρχε κανένα ἀναμμένο.
Μπῆκε λοιπόν, ὁ Πατριάρχης μέσα καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει τὴν εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Φωτός. ὁ ἀρμένιος στέκεται στὸν ἀποκυλισθέντα λίθο, ὁ Πατριάρχης, ὅπως εἴπαμε, γονατιστὸς μέσα καὶ παντοῦ ὑπάρχει σκοτάδι. Ἐφέτος (1986) γιὰ πρώτη φορὰ ‒παραδόξως‒ διέταξαν οἱ ἀστυνομικοὶ Ἑβραῖοι τοὺς φωτορεπόρτερ νὰ σταματήσουν τὰ φλὰς καὶ τὶς κάμερες γιὰ νὰ φαίνεται καλλίτερα ἡ παρουσία τοῦ Θείου Φωτός. Ἐνῶ ὁ Πατριάρχης ἦταν ἀκόμη μέσα στὸν Πανάγιο Τάφο, σὲ μία στιγμὴ μὲ σκουντάει ὁ ἅγιος Γρεβενῶν καὶ μοῦ λέγει:
 —Γιά κοίταξε ἀπέναντι, στὰ καντήλια τῶν Λατίνων, εἶναι κανένα ἀναμμένο; καὶ πές μου.
Κοιτάζοντας πρὸς ἀνατολάς, εἶδα ἕνα καντήλι ἀναμμένο. Ὅπως βλέπουμε ἀπὸ δεξιὰ τὸ δεύτερο.
—Ἄν ἔβλεπες, Δέσποτά μου, πῶς ἦλθε τὸ Ἅγιο Φῶς σ’ αὐτὸ τὸ καντήλι! Ἔτσι σιγὰ-σιγά, ὅπως ἀκριβῶς τὴν νύκτα φέγγουν τ’ ἄστρα. Ἔτσι ἦλθε κατ’ εὐθείαν μετὰ προσοχῆς καὶ ἔπεσε ἐπάνω στὸ φυτίλι καὶ ἄναψε.
—Χαίρω πάρα πολύ, Δέσποτά μου, τοῦ λέγω, διότι ὁ Κύριος σοῦ ἔδωσε τὴν ἀπάντηση ποὺ ζητοῦσες ἀπὸ ἐμένα, καὶ μπορεῖ νὰ νόμιζες ὅτι θὰ ἦταν εὐσεβοφάνειες. Τώρα κοίταξε καὶ στὸν Πανάγιο Τάφο καὶ πές μου, ποιὰ καντήλια βλέπεις ἀναμμένα; Κοιτάζει πρὸς τὰ ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἕξι καὶ ἕξι καὶ στὸ μέσον ἕνα μεγάλο.
Ἀπὸ τὰ εὑρισκόμενα στὰ ἀριστερὰ ἦταν ἀναμμένο ὄχι τὸ πρῶτο, ἀλλὰ τὸ δεύτερο καὶ τὸ τρίτο. Τοῦ λέγω:
—Τί εἶναι αὐτό; Καὶ μοῦ ἀπαντᾶ:
—Θά διακηρύξω σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ πάντοτε σ’ ὅλη τὴν ζωή μου ὅτι εἶδα ἐγὼ μὲ τὰ μάτια μου τὸ Ἅγιο Φῶς ν’ ἀνάβει τὰ καντήλια. Συζητοῦντες ἀκούσαμε φωνὲς καὶ σφυρίγματα ἀπὸ τοὺς ἄλλους. τί συνέβαινε; Εἶχε βγεῖ τὸ Ἅγιο Φῶς. ὁ Πανάγιος Τάφος ἔχει δύο ὀπές, τὴν μία δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλη ἀριστερὰ ἀπὸ τὴν ὁποία δίνει τὸν πυρσὸ μὲ τὸ Θεῖο Φῶς στοὺς Ἀρμενίους, ἐνῶ ἀπὸ τὴν πρώτη στοὺς Ὀρθοδόξους.
Μόλις ἔδωσε ὁ Πατριάρχης τὸν πυρσὸ στὸν ἀρμένιο ἀρχιμανδρίτη, γιὰ νὰ δώσει αὐτὸς πρὸς τὸν πατριάρχη του τὸ Ἅγιο Φῶς, τί γίνεται; Φεύγει τὸ Φῶς ἀπὸ κάτω μὲ ταχύτητα καὶ τρέχει ἐπάνω στὸ μπαλκόνι, ὅπου στεκόταν ὁ ἀρμένιος πατριάρχης, καὶ τοῦ ἀνάβει τὰ κεριά. Ὁ Πατριάρχης μας κλώτσησε μὲ τὰ πόδια του τὴν πόρτα, διότι δὲν μποροῦσε μὲ τὰ χέρια, ἐπειδὴ κρατοῦσε τὶς ἀναμμένες δέσμες τῶν κεριῶν, καὶ στάθηκε νὰ πάρουμε τὸ Θεῖο Φῶς.
 Αὐτό, ὅπως βγαίνει, ἔχει γαλάζιο χρῶμα, ὅπως τὸ οἰνόπνευμα, καὶ κατόπιν σιγὰ-σιγὰ παίρνει τὸ κανονικό του χρῶμα. Ἀλλά στὴν ἀρχή, ὅταν ἀκόμη εἶναι γαλάζιο, δὲν καίει καθόλου. Ἐφέτος ἦλθαν τρεῖς ἀμερικανίδες κυρίες καὶ τοὺς εἶπα νὰ πᾶνε μέσα στὸ Ἱερὸ γιὰ νὰ τὸ ἰδοῦν καλλίτερα. Μοῦ λέγουν:
—Μά, Σεβασμιώτατε, μέσα στὸ Ἱερὸ δὲν θὰ ἰδοῦμε τίποτε. Τοὺς λέγω:
—Ἐγώ δὲν ἔχω κάρτες εἰσόδου νὰ σᾶς δώσω, ἀλλὰ νομίζω ὅτι εἶναι προτιμότερο νὰ ἰδεῖτε τὸ Ἅγιο Φῶς ἀπὸ τὸ Ἱερό. Ἐκεῖ ἦταν καὶ ἀρκετοὶ ἱερεῖς ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ κόσμος πολύς. Σὲ μία στιγμὴ λοιπόν, τὸ βλέπουμε, καὶ ἐγὼ τὸ εἶδα, παρὰ τὴν ἀναξιότητά μου, καὶ ἄλλοι πιστοὶ τὸ εἶδαν, ἐνῶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς παπάδες δὲν τὸ ἔβλεπαν καὶ μοῦ ἔλεγαν: «Ποῦ εἶναι, πάτερ; Δὲν τὸ βλέπουμε».
Ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς δύο ὀπές, ἀγαπητοί μου, βγῆκαν δύο φλόγες, προτοῦ βγεῖ ὁ Πατριάρχης, καὶ ἔφθασαν ἀργὰ καὶ παράλληλα μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Παναγίου Τάφου. Ἔφυγαν ἀπὸ ἐκεῖ, πέρασαν τὸ Καθολικὸ καὶ ἤρχοντο πρὸς τὸ Ἱερό. Φώναζε ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ Ἱερό, οἱ ἀμερικανίδες τὸ ἔβλεπαν, ἐνῶ κάτι κυρίες καὶ δύο παπάδες ἔλεγαν: «Μά, ποῦ εἶναι, πάτερ; Δὲν τὸ βλέπουμε».
—Τί νὰ σᾶς κάνω; Τί φταίω ἐγώ; Τοὺς λέγω. Νά! νά! δὲν τὸ βλέπετε; Οἱ δύο φλόγες μπαίνουν μέσα ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη καὶ ἐκεῖ χωρίσθηκαν μεταξύ τους. ἡ μία ἐπῆγε πρὸς τὴν κόγχη τῆς Προθέσεως καὶ ἐκεῖ ἐξαφανίσθηκε καὶ ἡ ἄλλη πρὸς τὴν κόγχη τοῦ Διακονικοῦ καὶ ἐπίσης ἐξαφανίσθηκε. Μόλις χάθηκαν αὐτὲς οἱ δύο φλόγες, κτύπησε ἡ πόρτα καὶ βγῆκε ὁ Πατριάρχης ἔξω ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο μὲ τὸ Ἅγιο Φῶς.
 Αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τοῦ Θείου Φωτὸς μὲ τὶς ἀμερικανίδες ἔγινε τὸ Πάσχα τοῦ 1985. Ἐγώ, ὅταν ἤμουνα μικρὸ παιδί, ἔβλεπα τὸ Ἅγιο Φῶς ὡς ἀστραπὴ νὰ γυρίζει μέσα στὸ Καθολικό του ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως κάνοντας πολλὲς στροφές.
Τώρα θὰ σᾶς εἰπῶ πῶς εἶδαν τὸ Ἅγιο Φῶς ὁ παπὰ-Βασίλειος Μπαραμπούτης, προϊστάμενος τοῦ ναοῦ Ἁγίου Λουκᾶ Ἀθηνῶν καὶ ἡ κόρη του Ἑλένη ποὺ εἶχαν ἔλθει αὐτὸ τὸ Πάσχα τοῦ 1986 μὲ τὴν πρεσβυτέρα του στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἡ κόρη του Ἑλένη διηγεῖται ὡς ἑξῆς περὶ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Θείου Φωτός:
—Ὅταν μπῆκε ὁ Πατριάρχης μέσα, μετὰ ἀπὸ λίγο εἶδα νὰ ἀνοίγει τὸ Κουβούκλιο καὶ νὰ βγαίνουν ἀπ’ ἐκεῖ δεκάδες ἄσπρα- ὁλόασπρα περιστέρια, τὰ ὅποια κατέκλυσαν ὅλο τὸν ναό, γύριζαν μέσα παντοῦ πολλὲς φορὲς καὶ μετὰ ἔφυγαν. Ὁ πατὴρ Βασίλειος εἶπε στὴν παπαδιά του:
—Σήμερα, παπαδιά, ἂν πεθάνω, εἶμαι κατενθουσιασμένος…
—Γιατί, πάπα-Βασίλη; τί σοῦ συμβαίνει καὶ εἶσαι χαρούμενος;
—Εἶδα τὸ Ἅγιο Φῶς.
—Πῶς τὸ εἶδες;
—Ὅταν μπῆκε μέσα ὁ Πατριάρχης καὶ περίμενα, τί νὰ ἰδῶ; Ἄνοιξε ἀπὸ ἐπάνω ὁ τροῦλος καὶ μπῆκαν μέσα μὲ ταχύτητα δεκάδες περιστέρια ἄσπρα, τὰ ὁποῖα μπῆκαν ὅλα μέσα στὸν Πανάγιο Τάφο. Κατόπιν βγῆκαν ἀπὸ τὶς ὀπὲς καὶ γέμισαν τὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Κάποτε ἐρώτησα ἐγὼ τὸν μακαριστὸ πατριάρχη Βενέδικτο:
—Πές μου, Μακαριώτατε, πῶς βγαίνει τὸ Ἅγιο Φῶς; Καὶ μοῦ λέγει:
—Ἐάν ποτὲ γίνεις πατριάρχης καὶ βγάλεις τὸ Ἅγιο Φῶς, θὰ ἤθελα νὰ σὲ ἐρωτοῦσα, τί αἰσθάνθηκες καὶ πῶς ἐπῆρες τὸ Ἅγιο Φῶς, γιὰ νὰ τὸ μεταδώσεις στὸν κόσμο ποὺ μὲ λαχτάρα τὸ περιμένει. Ἄρα ἡ λήψης τοῦ Θείου Φωτὸς γίνεται κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο μέσα ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν ἔχει καμία λογικὴ ἐξήγηση.
β)Περὶ τοῦ ὁσίου ἐρημίτου
Ὅταν ἐπῆγα στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἑόρτασα γιὰ πρώτη φορὰ Πάσχα τὸ 1954, εἶδα ἕνα κληρικὸ μὲ ἄσπρα γένια, ἀδύνατο, χλωμὸ καὶ ξυπόλητο ποὺ ἐρχόταν μὲ ἕνα φαναράκι στὸ χέρι τὸ Μέγα Σάββατο, ἀκολουθούμενος καὶ ἀπὸ δύο ἐπίσης ξυπόλητες καλόγριες. Ἕνας διάκος τότε ὀνόματι Χρυσόστομος, ἄκουσα νὰ λέει:
—Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι κάνουν ἐδῶ τὴν ἐμφάνισή τους μία φορὰ τὸν χρόνο. Ποῦ καὶ πῶς ζοῦν κανεὶς δὲν ξέρει.
Συνέχισαν αὐτοὶ νὰ ἔρχονται ἀκόμη ἐπὶ 4-5 χρόνια δηλαδὴ μέχρι τὸ 1959 καὶ ἔκτοτε ἐξαφανίσθηκαν. Σὲ διάφορες συζητήσεις ποὺ ἔκαναν μερικοὶ τότε ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς ὁ ἐρημίτης ἦταν κάποιος μητροπολίτης ἐπαρχίας τῆς Πελοποννήσου καὶ ἀφοῦ παραιτήθηκε τοῦ ἀξιώματος καὶ τῆς θέσεώς του, ἦλθε ν’ ἀσκητεύση στὸν Ἰορδάνη ποταμό, πλησίον τοῦ ἀσκητηρίου τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας μαζὶ μὲ τὶς δύο μοναχές.
Τὸ ἑπόμενο ἔτος 1955, ἐνθυμοῦμαι, εἶπε στὸν Σεβασμιώτατο Βενέδικτο ὁ ἀνωτέρω διάκο-Χρυσόστομος ὅτι θέλει νὰ παρακολούθηση αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἐρημίτες, νὰ δεῖ, ὅταν παίρνουν τὸ Ἅγιο Φῶς ποὺ πηγαίνουν. Πράγματι ἐπῆρε τὴν εὐλογία τοῦ Σεβασμιώτατου, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε γίνει τότε πατριάρχης καὶ περίμενε στὸν πύργο νὰ ἰδεῖ τὸν κληρικὸ μὲ τὸ φαναράκι του ἀναμμένο, ὅπως συνήθιζε.
Πράγματι ἔφθασε ὁ ἐρημίτης αὐτὸς μὲ τὶς δύο μοναχὲς στὸ μέσον τῆς αὐλῆς καὶ ὁ διάκο-Χρυσόστομος ἔτρεξε νὰ τοὺς προλάβει. Ἐκεῖνοι γιὰ συντομία πέρασαν ἀπὸ τὸ πορτάκι τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ὁ διάκος, οὔτε δεξιά, οὔτε ἀριστερά, οὔτε ἐμπρός τους εἶδε κατὰ ποὺ ἔκαμαν. Κανεὶς δὲν ξέρει ποὺ ἐπῆγαν καὶ ποὺ ἀκριβῶς ἀσκοῦντο. Μετὰ τὸ 1959 ἔπαυσαν νὰ ἔρχονται. Φαίνεται ὅτι κοιμήθηκαν ἐν Κυρίω.
γ)Πῶς εἶδε τὸ Ἅγιο Φῶς μία ἀγράμματη καὶ ἁπλοϊκὴ γυναίκα
Στὰ Ἱεροσόλυμα ἦλθε μία ἁπλὴ γυναίκα καὶ ἐπῆρε καὶ ἕνα εἰσιτήριο τὸ Πάσχα γιὰ νὰ ἰδῆ τὸ Ἅγιο Φῶς. Αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο εἶναι τιμητικὲς κάρτες, τὶς ὅποιες ἔχει τυπώσει τὸ Πατριαρχεῖο χρώματος λευκοῦ, ρὸζ καὶ πρασίνου. οἱ λευκὲς προσφέρονται δωρεὰν γιὰ τοὺς ἐπισήμους ποὺ στέκονται μπροστὰ στὸν Πανάγιο Τάφο, οἱ χρώματος ρὸζ γι’ αὐτοὺς ποὺ στέκονται πέριξ του Παναγίου Τάφου καὶ οἱ πράσινες γι’ αὐτοὺς ποὺ θὰ σταθοῦν πέριξ τοῦ τρούλου τοῦ Παναγίου Τάφου.
Ἦλθε λοιπόν, αὐτὴ ἡ ἁπλὴ καὶ ἀγράμματη γυναικούλα καὶ μοῦ λέγει:
—Ἐγώ γράμματα δὲν ξέρω, πάτερ, καὶ ἦλθα ἐδῶ νὰ ἰδῶ τὸ Ἅγιο Φῶς.
—Ὅταν τελείωσης τὰ προσκυνήματα, τῆς λέγω, νὰ πέρασης ἀπὸ ἐδῶ νὰ σοῦ δώσουμε πτυχίο θεολογίας.
—Δίνετε ἐδῶ τέτοιο πτυχίο; Μὲ ρώτησε.
—Ναί, λέγω, τὸ δίνει τὸ Πατριαρχεῖο, ἀφοῦ πρῶτα ἐξεταστεῖς.
—Καλά, ἐγὼ τί ἐξετάσεις νὰ κάνω; Ὅταν γύρισε ἀπὸ τὰ προσκυνήματα, τὴν ἐρώτησα:
—Τί εἶδες, γιαγιά;
—Τί νὰ σοῦ εἰπῶ, παιδάκι μου, μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἐκεῖ στὸ πηγάδι ποὺ συνάντησε ὁ Χριστὸς τὴν Ἁγία Φωτεινή.
—Καί ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ Φωτεινή;
—Δέν ξέρεις ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ Φωτεινὴ ποὺ εἶχε πέντε ἄνδρες καὶ τῆς εἶπε ὁ Χριστὸς ὅτι πρέπει μὲ τὸ πνεῦμα μας νὰ λατρεύουμε τὸν Θεό;
—Καλά, ποῦ ἄλλου ἐπῆγες;
—Πήγαμε καὶ στὴν Κανά.
—Θυμᾶσαι τί ἦταν ἡ Κανά;
—Πώς! Ἐμένα μ’ ἀρέσει καὶ τὸ κρασάκι καὶ πλύναμε καὶ τὶς στάμνες ποὺ εὐλόγησε ὁ Χριστός!
Τὴν ἐρώτησα γιὰ τὰ ἄλλα προσκυνήματα. Εἶπε σχετικὰ Μερικὰ τὰ εἶχε μπερδέψει. Τῆς λέγω:
—Γιαγιά, θὰ πέρασης ἐδῶ καὶ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ μετὰ θὰ ἔλθεις ἐδῶ νὰ σοῦ δώσει ὁ Πατριάρχης τὸ πτυχίο.
—Ὥστε ἔτσι, θὰ μοῦ τὸ δώσει;
—Ναί, θὰ σοῦ τὸ δώσει. Σοῦ ἔκανα ἐγὼ μερικὲς ἐρωτήσεις, Θὰ σὲ ρωτήσει καὶ ἐκεῖνος καὶ θὰ σοῦ δώσει τὸ πτυχίο. Ὅταν τελείωσε τὸ προσκύνημα, τὸ Μεγάλο Σάββατο ἦλθε ἡ καημένη καὶ ἐπῆρε μία κάρτα ἀπὸ τὸν νῦν Πατριάρχη Διόδωρο γιὰ νὰ ἰδῆ τὸ Ἅγιο Φῶς. Ἀντὶ ὅμως νὰ ἔλθει τὸ πρωὶ στὶς ὀκτώ, ἦλθε τὸ μεσημέρι στὶς 12.30. Τότε ὡς διάκονος ἦταν ὁ νῦν ἔξαρχος Εἰρηναῖος καὶ τοῦ λέγει:
—Νά μπῶ, πάτερ, μέσα;
—Δέν ἔχει μέρος, κυρά μου. Ποῦ θὰ πᾶς;
—Ἔ, πῶς δὲν ἔχει μέρος γιά; Ἔκανε αὐτὴ• ἦταν τουρκομερίτισσα.
—Δέν βλέπεις πού εἶναι μέχρι τὴν πόρτα παντοῦ κόσμος;
—Ἔ, φώναξε ἐκείνη, κάντε λίγο στὴν πάντα.
—Πήγαινε κάτω στὸν Πανάγιο Τάφο, μπορεῖ νὰ σὲ βάλουνε ἐκεῖ, τῆς λέγει ὁ Διάκονος.
Πάει ἡ καημένη κάτω καὶ ἐκεῖ οἱ Ἀρμένιοι στὴν πόρτα δὲν τὴν ἄφηναν νὰ πέραση. Ἦταν ἀργὰ καὶ τὸ ἰδικὸ μας μέρος ἦταν κατάμεστο κόσμο ποὺ ἔφθανε περὶ τὶς 25 χιλιάδες. Ὁπότε ξανὰ ἀνέβαινε πάλι ἐπάνω καὶ ἀφοῦ εἶδε καὶ ἀπὸ εἶδε ἡ καημένη, ἔδωσε καὶ τὰ 33 κεράκια της σ’ ἄλλον καὶ ἔβαλε τὰ κλάματα λέγοντας: «Ἐγὼ τόσα χρόνια ἐργαζόμουνα καὶ μάζευα δραχμὴ-δραχμὴ γιὰ νὰ ἔλθω καὶ ἰδῶ τὸ Ἅγιο Φῶς καὶ σήμερα νὰ μὴ μπορῶ νὰ μπῶ μέσα; Θεέ μου καὶ Χριστέ μου, γιατί μοῦ κάνεις αὐτὸ τὸ κακὸ σήμερα;»
Ἐκάθησε λοιπὸν στὸ καμπαναριό, δίπλα στὴν ταράτσα ἀπελπισμένη σχεδὸν καὶ ἔβλεπε τοὺς ἄλλους κάτω ποὺ γύριζαν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ μιλοῦσαν περὶ τοῦ Ἅγιου Φωτός. Εἶχε πάει ἡ ὥρα 1.20, ὅταν σὲ μία στιγμὴ ἡ γερόντισσα βγάζει μία φωνή:
—Τὸ Ἅγιο Φῶς! Τὸ Ἅγιο Φῶς! Εἶδε τοὺς οὐρανοὺς ν’ ἀνοίγουν καὶ νὰ κατέρχεται τὸ Φῶς, ὅπως ἡ ἀστραπή, καὶ νὰ εἰσέρχεται διὰ τοῦ τρούλου τοῦ Παναγίου Τάφου. Ἦταν ἡ πρώτη ποὺ εἶδε τὸ Ἅγιο Φῶς. Ὅταν κατέβαινε κάτω, συνάντησε καὶ τοὺς ἄλλους καὶ πρὶν νὰ φύγη, μοῦ εἶπε:
—Θά μοῦ δώσεις τὸ πτυχίο;
—Ναί, θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ἐπῆγα στὸ Πατριαρχεῖο, ἐπῆρα ἕνα πιστοποιητικὸ προσκυνητοῦ, ἔγραψα τὸ ὄνομά της καὶ τῆς τὸ ἔδωσα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη τὸ 1958.
δ) Περὶ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἱερομάρτυρος ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΥ
Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1984 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω ὁ μητροπολίτης Πέλλης Κλαύδιος καὶ τὸν συνοδεύσαμε μέχρι τὸ νεκροταφεῖο μας ποὺ εἶναι στὸ ὅρος Σιών. Τότε μᾶς εἶπε ὁ Πατριάρχης νὰ κάνουμε τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ π. Φιλουμένου. Πράγματι, ὅταν ἀνοίξαμε τὸν τάφο, βγάλαμε τὸ σῶμα του ἐπάνω σ’ ἕνα μάρμαρο διπλανοῦ τάφου.
Τὰ ροῦχα του ἦταν μισολειωμένα καὶ ἔπαιρναν οἱ μοναχοὶ ὡς εὐλογία νὰ τὰ μοιράσουν καὶ σὲ ἄλλους. Τὰ χέρια του ἦταν εὐλύγιστα. Τὸ δεξιό του πόδι, ἀπὸ τὸν ἀστράγαλο καὶ κάτω, εἶχε λειώσει, διότι ὁ φονιὰς τοῦ τὸ εἶχε κόψει μὲ τὸν μπαλτά, καθὼς καὶ τὰ δάκτυλα τοῦ ἀριστεροῦ του ποδός. Τὸ ὑπόλοιπο σῶμα του ἦταν ἀκέραιο, παρ’ ὅτι παρέμεινε στὸν τάφο τρία χρόνια. Τὸ πρόσωπο, ἐπειδὴ ἦταν κτυπημένο μὲ τὸν μπαλτά, εἶχε ἀνοίξη τὸ κρανίο καὶ τοῦ ἔλειπε καὶ ἡ μύτη. Εἶχε ἀκόμη τὰ γένια του καὶ τὰ μαλλιά του. Κάποιος ἐκεῖ καθάρισε τὸ σῶμα μὲ κρασὶ καὶ σφουγγάρι, τὸ ὁποῖον μάλιστα δὲν εἶχε καμία δυσοσμία. Δὲν ἦταν σκωληκόβρωτο, δὲν εἶχε καμία ὀπή, οὔτε μία. Πιέζαμε τὸ στῆθος καὶ τὴν κοιλιά του καὶ πάλι ἔρχονταν στὴν θέση τους.
Τὸ τοποθέτησαν σ’ ἕνα φέρετρο καὶ τὸ ἔθαψαν πάλι σ’ ἕνα ἄλλο τάφο. Ἐκεῖ ἔμεινε μέχρι τὸ Πάσχα τοῦ 1985, ὅποτε ἔγινε καὶ ἡ δεύτερη ἀνακομιδή του. Τότε εἶχαν ἀπορροφηθεῖ τὰ ὑγρά του. Τὸ ἔβαλαν στὴν ἐκκλησία καὶ εἶναι ὅπως τὰ σώματα τῶν Ἁγίων Γερασίμου καὶ Σπυρίδωνος. Θὰ μοῦ εἰπεῖτε: Εἶναι ἅγιος; Σίγουρα εἶναι μάρτυς, διότι ἐμπόδισε τὸν Ἑβραῖο νὰ προσευχηθεῖ σὲ χριστιανικὸ προσκύνημα. Ὅταν ἐκεῖνος κτύπησε τὸ κουδούνι τοῦ σπιτιοῦ του, βγῆκε ἔξω ὁ πατὴρ Φιλούμενος μὲ τὸ ἐπιτραχήλιο, διότι ἐκείνη τὴν στιγμὴ διάβαζε τὸν Ἑσπερινό. Τὸν ἔπιασε ὁ Ἑβραῖος ἀπὸ τὰ γένια, τὸν ἔριξε κάτω καὶ τὸν κτύπησε μὲ τὸν μπαλτά. Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε ὁ καημένος μὲ τὰ χέρια νὰ βγεῖ ἔξω, νὰ γλυτώσει, διότι μετὰ εἴδαμε καὶ εἶχαν γεμίσει οἱ σκάλες αἵματα. Ἑπομένως εἶναι μάρτυς.
Καὶ τώρα θὰ σᾶς εἰπῶ μία θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τοῦ πατρὸς Φιλουμένου. Στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1985 εἶχε ὁρίσει τὸ Πατριαρχεῖο τὸν μητροπολίτη Παλλάδιο νὰ τελέση πανηγυρικὴ Δοξολογία σὲ κάποια ἀπομακρυσμένη ἐκκλησία. Καθυστέρησε ὅμως νὰ ξεκινήσει, ὁπότε ἄλλοι ἀδελφοί τοῦ τηλεφώνησαν ἐπανειλημμένως. Κανεὶς ὅμως δὲν σήκωνε τὸ τηλέφωνο. Ἐπῆγαν καὶ στὸ δωμάτιό του καὶ τοῦ κτύπησαν τὴν πόρτα, μὰ δὲν ἐπῆραν ἀπάντηση.
Εἰδοποίησαν τὸν Γέροντά του, τὸν Καισαρείας Βασίλειο, καὶ τὸ πρωὶ τὸν βρῆκαν μέσα στὸ δωμάτιό του πεσμένο στὸ πάτωμα, σχεδὸν νεκρό. τί τοῦ εἶχε συμβεῖ; Ἀπὸ τὸ βράδυ τοῦ ἦλθε λιποθυμία καὶ ἔμεινε μέχρι τὸ πρωὶ στὶς 10 ἀναίσθητος κάτω στὸ πάτωμα. Φώναξαν τὸ Πρώτων Βοηθειῶν. Μαζὶ μὲ τὸν Καισαρείας μπῆκε καὶ ὁ μοναχὸς Σωφρόνιος, ὁ ὁποῖος εἶχε μαζί του ἕνα δακτυλάκι τοῦ πατρὸς Φιλουμένου. Ὅλοι ἔκλαιγαν. Σὲ μία στιγμὴ λέγει ὁ μοναχὸς Σωφρόνιος:
—Σεβασμιώτατε, μοῦ ἐπιτρέπετε νὰ τὸν σταυρώσω μὲ αὐτὸ τὸ ὀστοῦν τοῦ πατρὸς Φιλουμένου;
—Κάνε ὅ,τι μπορεῖς. τί νὰ σοῦ εἰπῶ; Ἔβγαλε τὸ ὀστοῦν καὶ τὸν σταύρωσε στὸ μέτωπο λέγοντας καὶ τὸ τροπάριο: «ΟἹ Μάρτυρές Σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν…». Μόλις τὸν σταύρωσε, ἐκεῖνος ἀνέπνευσε βαθιὰ καὶ εἶπε:
—Ποῦ εἶμαι; Ποῦ εἶμαι; Αὐτὸ εἶναι ἀποδεικτικό της ἁγιότητας τοῦ πατρὸς Φιλουμένου.
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ὁμιλία  τοῦ Σέβ.Ἄρχ. Νεαπολέως καὶ Σαμάρειας κ. Ἀμβροσίου,  
ποῦ ἐκφωνήθηκε στὸ Συνοδικό της Ι. Μ. Ὅσιου Γρηγορίου, Ἁγίου Ὅρους
τὴν 24ην Ὀκτωβρίου 1986.
 Περιοδικό:Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΤΟΣ 1987.
http://www.imaik.gr/?p=2459#more-2459

Η καταχώρηση δημοσιεύτηκε από τον/την hristospanagia5